Η καρδιά στέλνει το αίμα στα διάφορα όργανα μέσω των αρτηριών, με αποτέλεσμα αυτές να δέχονται πίεση, όπως τα τοιχώματα ενός μπαλονιού όταν το φουσκώνουμε με αέρα, που λέγεται αρτηριακή πίεση. Αυτή είναι φυσιολογικό να αυξάνεται όταν τρομάζουμε ή κουραζόμαστε και να είναι χαμηλή όταν χαλαρώνουμε. Υπέρταση έχουμε όταν η πίεση παραμένει υψηλή για μεγάλο διάστημα, ακόμα και σε ηρεμία ή στον ύπνο.
Η αρτηριακή πίεση μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg) και διακρίνεται σε: συστολική (μεγάλη), που είναι η πίεση του αίματος όταν η καρδιά συστέλλεται και στέλνει το αίμα στο σώμα (το φυσιολογικό όριό της είναι τα 140 mmHg ή 14) και διαστολική (μικρή), που είναι η πίεση του αίματος όταν η καρδιά διαστέλλεται και γεμίζει με αίμα, που θα στείλει στα αγγεία (το φυσιολογικό όριό της είναι τα 90 mmHg ή 9).
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΙΕΣΗΣ |
||
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ |
ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΕΣΗ |
ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΠΙΕΣΗ |
Φυσιολογική |
<120 |
<80 |
Προυπέρταση |
120-139 |
80-89 |
Στάδιο 1 |
140-159 |
90-100 |
Στάδιο 2 |
≥ 160 |
≥ 100 |
Η διάγνωση της υπέρτασης γίνεται συνήθως σε τυχαία μέτρηση. Οι ασθενείς που πρέπει να μετρούν, περιοδικά, την πίεσή τους (ανεξάρτητα αν έχουν ενοχλήματα ή όχι) είναι όσοι έχουν γονείς με υπέρταση, διαβήτη, υπερλιπιδαιμία, έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο ή παρουσιάζουν οι ίδιοι παχυσαρκία, συχνές ρινορραγίες ή παίρνουν συγκεκριμένα φάρμακα (αντισυλληπτικά, κορτιζόνη κ.ά.)
Στο 95% των περιπτώσεων, που δεν ανευρίσκεται αιτία της υπέρτασης, αυτή ονομάζεται πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής και για την εμφάνισή της ενοχοποιούνται κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η υπέρταση ονομάζεται δευτεροπαθής, οφείλεται σε συγκεκριμένα αίτια (π.χ. χρόνια νεφροπάθεια, άπνοια ύπνου και στένωση της νεφρικής αρτηρίας) και υποχωρεί αν αυτά διορθωθούν. Επομένως, όταν κάποιος πρωτοεμφανίζει υπέρταση, ο ιατρός του οφείλει να τον καθοδηγήσει και να του υποδείξει τον εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, που πρέπει να κάνει για να αποκαλυφθεί η αιτία της. Επίσης θα πρέπει να γίνει έλεγχος για τον εντοπισμό και άλλων, ζημιογόνων για τον οργανισμό, καταστάσεων, που μπορεί να συνυπάρχουν με την αρτηριακή υπέρταση, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η αθηρωμάτωση των αγγείων και τα καρδιακά προβλήματα.
Τα συμπτώματα της αρτηριακής υπέρτασης συνήθως απουσιάζουν ή δεν είναι χαρακτηριστικά. Όταν υπάρχουν αυτά είναι:
- Κεφαλαλγία συνήθως σε σοβαρή υπέρταση.
- Καρδιαγγειακά συμπτώματα.
- Δύσπνοια σε προχωρημένα στάδια.
- Προκάρδιο άλγος άν η υπέρταση συνοδεύεται από στηθάγχη ή έμφραγμα μυοκαρδίου.
- Αίσθημα παλμών, που οφείλεται σε αρρυθμίες της καρδιάς.
Όταν η υπέρταση παραμένει αρρύθμιστη για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλεί βλάβες σε πολλά όργανα ζωτικής σημασίας για την αρμονική λειτουργία του οργανισμού. Αυτά τα όργανα και οι αντίστοιχες βλάβες τους είναι :
- Καρδιά : Υπερτροφία, έμφραγμα, αρρυθμίες.
- Εγκέφαλος : Αρτηριοσκλήρυνση, εγκεφαλικά επεισόδια.
- Οφθαλμοί : Αιμορραγίες, τύφλωση.
- Νεφροί : Νεφρική ανεπάρκεια.
- Αγγεία : Ανευρύσματα, στενώσεις.
Χρειάζεται να είναι κάποιος ευαισθητοποιημένος, ώστε με τη σωστή φαρμακευτική αγωγή και την αλλαγή του τρόπου ζωής του, να αποφύγει τις οδυνηρές συνέπειες της υπέρτασης.